επικατονομάζομαι

επικατονομάζομαι
ἐπικατονομάζομαι (Α) [κατονομάζομαι]
παίρνω το όνομα ενός άλλου, καθιερώνομαι με αυτό το όνομα, αφιερώνομαι σε κάποιον (λόγω τού ονόματος).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”